- γλευκαγωγός
- ός , όν предназначенный для перевозки сусла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλευκαγωγός — ο (Α γλευκαγωγός, όν) κατάλληλος για μεταφορά γλεύκους … Dictionary of Greek
γλευκαγωγόν — γλευκαγωγός for carrying new wine masc/fem acc sg γλευκαγωγός for carrying new wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλευκαγωγοῦ — γλευκαγωγός for carrying new wine masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek